- φιλ-άγαθος
φιλ-άγαθος, das Gute, die Guten liebend, Freund des Guten, der Rechtschaffenheit; Arist. magn. mor. 2, 14; N. T.; Plut. Comp. Rom. et Th. 2 u. öfter, u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλ-άγαθος, das Gute, die Guten liebend, Freund des Guten, der Rechtschaffenheit; Arist. magn. mor. 2, 14; N. T.; Plut. Comp. Rom. et Th. 2 u. öfter, u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λισσάνιος — λισσάνιος, ον (Α) 1. (κατά τον Ησύχ.) (στους Λάκωνες) «ἀγαθός» 2. φρ. «ὦ λυσσάνιε» καλέ μου φίλε. [ΕΤΥΜΟΛ. Λακωνικός τ. αβέβαιης ετυμολ. Η λ. θεωρείται «σύνθ. εκ συναρπαγής» (λ. σχηματισμένη από ολόκληρη φράση) τού λισσὸς ἀνιᾶν «αυτός που δεν… … Dictionary of Greek
φιλάγαθος — η, ο / φιλάγαθος, ον, ΝΜΑ αυτός που αγαπά το αγαθό, το καλό, το δίκαιο («φιλόξενον, φιλάγαθον, σώφρονα, δίκαιον», ΚΔ). επίρρ... φιλαγάθως Α με φιλαγαθία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἀγαθός] … Dictionary of Greek
φιλάνθρωπος — η, ο / φιλάνθρωπος, ον, ΝΜΑ, και θεσσαλ. τ. πληθ. ουδ. φιλάνθρουπα Α 1. αυτός που αγαπά τον πλησίον του, τον συνάνθρωπό του, φιλάλληλος, αλτρουιστής 2. (για τον θεό) αυτός που αγαπά τους ανθρώπους («ἐν ὀνόματι τοῡ θεοῡ τοῡ ἐλεήμονος καὶ… … Dictionary of Greek