- φιλ-άνωρ
φιλ-άνωρ, ορος, dor. = φιλήνωρ; Aesch. frg. 260; πόϑος Pers. 133, u. öfter.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλ-άνωρ, ορος, dor. = φιλήνωρ; Aesch. frg. 260; πόϑος Pers. 133, u. öfter.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ποιμάνωρ — ορος, ὁ, Α (ποιητ. τ.) αρχηγός, ηγεμόνας λαού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποιμήν + άνωρ (< ἀνήρ, ἀνδρός), πρβλ. φιλ άνωρ] … Dictionary of Greek
φιλάνωρ — και επικ. τ. φιλήνωρ, ορος, ὁ, ἡ, Α (δωρ. τ.) 1. φίλανδρος·2. (για δελφίνι) αυτός που αγαπά τους ανθρώπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + άνωρ / ήνωρ (< ἀνήρ, βλ. λ. άνδρας), πρβλ. ἀγαπ ήνωρ] … Dictionary of Greek