φιλ-άμπελος

φιλ-άμπελος

φιλ-άμπελος, den Weinstock liebend, reich an Weinstöcken; φιλαμπελωτάτη ϑεός Ar. Pax 308; sp. D., wie Nonn. D. 12, 42; χωρία D. Hal. 1, 37.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κισσάμπελος — η (Α κισσάμπελος) βοτ. είδος φυτού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + άμπελος (< ἄμπελος), πρβλ. φιλ άμπελος, χερσ άμπελος] …   Dictionary of Greek

  • φιλάμπελος — ον, ΜΑ αυτός που αγαπά την άμπελο αρχ. (για τόπο) αυτός που έχει πολλά αμπέλια ή αμπελώνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἄμπελος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”