- φιλ-αίακτος
φιλ-αίακτος, Wehklagen liebend, gern klagend od. Wehklagen hervorrufend, κακά Aesch. Suppl. 784.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλ-αίακτος, Wehklagen liebend, gern klagend od. Wehklagen hervorrufend, κακά Aesch. Suppl. 784.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλαίακτος — ον, Α 1. αυτός που αγαπά τους θρήνους, που τού αρέσει να κλαίει, κλαψιάρης 2. συνεκδ. αξιοθρήνητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + αἰακτός «αξιοθρήνητος, ελεεινός»] … Dictionary of Greek