φυλάκισσα

φυλάκισσα

φυλάκισσα, ἡ, = Vorigem, LXX.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φυλάκισσα — phylacistes fem nom/voc sg φυλακίζω throw into prison aor ind act 1st sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυλάκισσα — ἡ, ΜΑ βλ. φυλακίδα …   Dictionary of Greek

  • φυλάκισσαι — φυλάκισσα phylacistes fem nom/voc pl φυλακίζω throw into prison aor imperat mid 2nd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυλάκισσαν — φυλάκισσα phylacistes fem acc sg φυλακίζω throw into prison aor ind act 3rd pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ισσα — (ΑΜ ισσα) αρχικά < * ik yă στα θηλυκά ορισμένων εθνικών ονομάτων (πρβλ. Φοῑνιξ, θηλ. Φοίνισσα < *Φοίνικ yα, Κίλιξ, θηλ. Κίλισσα < *Κίλικ yα). Η κατάλ. ισσα εμφανίζεται σπάνια μέχρι και τους κλασικούς χρόνους είτε ως προϊόν αναλογίας… …   Dictionary of Greek

  • φυλακίδα — η / φυλακίς, ίδος, ΝΑ, και λόγιος τ. φυλακίς Ν, και φυλάκισσα ΜΑ, και φύλαξ, ἡ, Α νεοελλ. 1. μικρό πλοίο τού πολεμικού ναυτικού στην είσοδο τού λιμανιού που είχε ως αποστολή να επιβλέπει τον είσπλου τών πλοίων και να ελέγχει τα ναυτιλιακά έγγραφα …   Dictionary of Greek

  • ՊԱՀԱՊԱՆ — (ի, աց.) NBH 2 0587 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 12c գ. φύλαξ, προφύλαξ custos, excubitor φυλάσσων qui custodit φυλάκισσα custos foemina. Որ պահէ զոք կամ զիմն՝ զգուշաւոր ոստիկանութեամբ. պահպանիչ. պէքճի .... եբր. շմէր …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”