- φυλάκεια
φυλάκεια, ἡ, die Binde, als ein Verwahrungsmittel, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φυλάκεια, ἡ, die Binde, als ein Verwahrungsmittel, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φυλακεία — ἡ, Α ταινία, με την οποία δένεται κάτι για να προφυλαχθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < φύλαξ, ακος, μέσω ενός αμάρτυρου ρ. *φυλακεύω] … Dictionary of Greek
φυλακεῖα — φυλακεῖον post neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φύλακας — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Κομοτηνής, του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θρυλορίου. * * * ο / φύλαξ ακος, ΝΜΑ αυτός που φυλάγει, που φρουρεί κάτι, που έχει τοποθετηθεί για να προστατεύει κάτι (α. «οι δύο… … Dictionary of Greek