φυλάκτης

φυλάκτης

φυλάκτης, ὁ, = φυλακτήρ, Plut. qu. gr. 2, eine Obrigkeit in Kumä.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φυλακτής — ὁ, Α [φυλάσσω] αυτός που διαφυλάσσει, που διατηρεί κάτι («φυλακτὴς τῶν ἰδίων ἠθῶν», Φίλ.) …   Dictionary of Greek

  • φυλάκτης — ὁ, Α [φυλάσσω] 1. φύλακας, φρουρός, δεσμοφύλακας 2. ονομασία αξιωματούχου στην Κύμη …   Dictionary of Greek

  • φυλακτῆς — φυλακτός capable of being preserved fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καλύβια Φυλακτής — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 880 μ., 55 κάτ.) του νομού Καρδίτσης. Βρίσκεται στις ανατολικές πλαγιές της κορυφής Ζυγουρολίβαδο των ορέων Ν. Πίνδου Αγράφων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νεβρόπολης Αγράφων …   Dictionary of Greek

  • φυλάκτου — φυλάκτης serving as a protection masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Νεβρόπολης Αγράφων, δήμος — Νέος δήμος (3.601 κάτ.) του νομού Καρδίτσης που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Καρβασαρά, Καρίτσης Δολόπων, Κρυονερίου, Μπελοκομίτης, Νεοχωρίου, Πεζούλας και Φυλακτής, οι οποίες καταργήθηκαν. Έδρα του …   Dictionary of Greek

  • Φυλακτή — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.000 μ.) του νομού Καρδίτσας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (18 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και άλλος ένας μικρότερος οικισμός, τα Καλύβια Φυλακτής (υψόμ. 880 μ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”