- φυλλο-τόκος
φυλλο-τόκος, Blätter erzeugend, εἶαρ Oppian. Cyn. 1, 116.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φυλλο-τόκος, Blätter erzeugend, εἶαρ Oppian. Cyn. 1, 116.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιπποτόκος — ἱπποτόκος, ον (Α) (για τη Μέδουσα) αυτή που γέννησε ίππο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + τόκος (< τίκτω), πρβλ. διδυμο τόκος, φυλλο τόκος] … Dictionary of Greek
χλοητόκος — ον, Α αυτός που βγάζει νέους βλαστούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < χλόη + τόκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. φυλλο τόκος] … Dictionary of Greek