- φυλλο-τόμος
φυλλο-τόμος, Blätter, Laub abschneidend, Gloss.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φυλλο-τόμος, Blätter, Laub abschneidend, Gloss.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λαιμοτόμος — λαιμοτόμος, ον (α) αυτός που κόβει τον λαιμό κάποιου, που αποκεφαλίζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαιμός + τόμος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. κεφαλο τόμος, φυλλο τόμος. Η παροξυτονία προσδίδει στο σύνθ. ενεργητική σημ.] … Dictionary of Greek
Григорий (Папатеодору) — Епископ Григорий Επίσκοπος Γρηγόριος Епископ Мефонский (Метонский) Церковь: Элладская православная церковь … Википедия