- φυλλο-τρώξ
φυλλο-τρώξ, ῶγος, Blätter, Laub benagend, fressend, Ἕλληνες Antiphan. bei Ath. IV, 130 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φυλλο-τρώξ, ῶγος, Blätter, Laub benagend, fressend, Ἕλληνες Antiphan. bei Ath. IV, 130 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θυλακοτρώξ — θυλακοτρώξ, ῶγος, ὁ (Α) 1. αυτός που κατατρώγει θυλάκους, σακούλια 2. (κατά τον Ησύχ.) «μῡς οἱ δὲ ἀκρίς» ο ποντικός, κατ άλλους η ακρίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύλακος + τρώξ (< τρώγω), πρβλ. κυαμο τρώξ, φυλλο τρώξ] … Dictionary of Greek
κυαμοτρώξ — κυαμοτρώξ, ῶγος, ὁ (Α) 1. αυτός που τρώγει κυάμους 2. αυτός που ψηφίζει όποιον τού δίνει περισσότερα χρήματα («κυαμοτρώξ ὡς τῶν ψηφιζόντων ἀργύριον λαμβανόντων και χειροτονούντων τοὺς δίδοντας τὸ πλέον», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κύαμος + τρώξ (<… … Dictionary of Greek