- φυτευτικός
φυτευτικός, zum Pflanzen gehörig, das Pflanzen betreffend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φυτευτικός, zum Pflanzen gehörig, das Pflanzen betreffend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φυτευτικός — ή, ό / φυτευτικός, ή, όν, ΝΑ [φυτεύω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φύτευση 2. κατάλληλος για φύτευση … Dictionary of Greek
φυτευτικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φύτεψη ή το φυτευτή (βλ. λλ.), ο κατάλληλος για φύτεψη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φυτευτικῶν — φυτευτικός of fem gen pl φυτευτικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυτευτικαῖς — φυτευτικός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυτευτικοῖς — φυτευτικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυτευτική — φυτευτικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)