φυτευτός

φυτευτός

φυτευτός, adj. verb. von φυτεύω, gepflanzt, übtr., erzeugt, Plat. Rep. VI, 510 a.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φυτευτός — ή, ό / φυτευτός, ή, όν, ΝΑ [φυτεύω] αυτός που έχει παραχθεί με φύτευση, σε αντιδιαστολή προς τον αυτοφυή νεοελλ. αυτός που εμφυτεύεται («φυτευτή οδοντοστοιχία»). Επιρρ. φυτευτά Ν με φυτευτό τρόπο, με φύτευση …   Dictionary of Greek

  • φυτευτός — ή, ό ο φυτεμένος, αυτός που έγινε με φύτεμα, αυτός που δε φύτρωσε μόνος του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φυτευτόν — φυτευτός planted masc acc sg φυτευτός planted neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυτευτή — φυτευτός planted fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαριτοφύτευτος — ον, Μ φυτευμένος από τις Χάριτες («δένδρον χαριτοφύτευτον», Κ Μανασσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, ιτος + φυτευτός (< φυτεύω), πρβλ. ἀ φύτευτος] …   Dictionary of Greek

  • μυριοφύτευτος — η, ο (Μ μυριοφύτευτος, η, ον) (για τόπους) αυτός που είναι πλούσιος σε βλάστηση, που έχει πάρα πολλά φυτά, κατάφυτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + φυτευτός (< φυτεύω)] …   Dictionary of Greek

  • πορφυροφύτευτος — ον, Μ ο πορφυρογέννητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + φυτευτός (< φυτεύω)] …   Dictionary of Greek

  • πτεροφύτευτος — ον, Μ 1. αυτός που μοιάζει να είναι γεμάτος με φτερά 2. (κυρίως για το παγώνι) αυτός που έχει πλούσιο φτέρωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτερόν + φυτευτός (< φυτεύω)] …   Dictionary of Greek

  • ριζοφύτευτος — ον, Μ φυτεμένος που ήδη έχει αναπτυχθεί και έχει απλώσει τις ρίζες του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζα + φυτευτός (< φυτεύω)] …   Dictionary of Greek

  • φυτευταί — φυτευτής pastinator masc nom/voc pl φυτευτός planted fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυτευτάς — φυτευτά̱ς , φυτευτής pastinator masc acc pl φυτευτά̱ς , φυτευτής pastinator masc nom sg (epic doric aeolic) φυτευτά̱ς , φυτευτός planted fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”