- φυτευτήριον
φυτευτήριον, τό, eine Pflanze, die von Ausläufern od. aus der Baumschule genommen ist; Xen. Oec. 19, 13; ἐλαιῶν Dem. 53, 15.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φυτευτήριον, τό, eine Pflanze, die von Ausläufern od. aus der Baumschule genommen ist; Xen. Oec. 19, 13; ἐλαιῶν Dem. 53, 15.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φυτευτήριον — layer neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυτευτηρίοις — φυτευτήριον layer neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυτευτηρίου — φυτευτήριον layer neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυτευτηρίων — φυτευτήριον layer neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυτευτήρια — φυτευτήριον layer neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυτευτήρι — το / φυτευτήριον, ΝΜΑ νεοελλ. εργαλείο κατάλληλο για το φύτευμα ποωδών, κυρίως, φυτών μσν. αρχ. κλάδος φυτού που χρησιμεύει για μεταφύτευση και πολλαπλασιασμό, καταβολάδα αρχ. έκταση γης όπου φυτεύονται και καλλιεργούνται συστηματικά δένδρα… … Dictionary of Greek