- φρῡγεύς
φρῡγεύς, ὁ, der Röster, Gefäß zum Rösten, Poll. 1, 246.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φρῡγεύς, ὁ, der Röster, Gefäß zum Rösten, Poll. 1, 246.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φρυγεύς — one who roasts masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρυγεύς — έως, ὁ, Α 1. σκεύος για το καβούρντισμα τού κριθαριού 2. αυτός που φρύγει, που καβουρντίζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρύγω + κατάλ. εύς*] … Dictionary of Greek
φρυγῆς — φρυγεύς one who roasts masc nom pl φρυγεύς one who roasts masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρυγεύω — Α [φρυγεύς] φρύγω … Dictionary of Greek
φρυγεῖ — φρύγω roast aor subj pass 3rd sg (epic) φρυγεύς one who roasts masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρυγῇ — φρύγω roast aor subj pass 3rd sg φρυγῆι , φρυγεύς one who roasts masc dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρυγέα — φρυγέᾱ , φρυγεύς one who roasts masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)