- φρῡγμός
φρῡγμός, ὁ, das Dörren, Rösten, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φρῡγμός, ὁ, das Dörren, Rösten, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φρυγμός — drying masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρυγμός — ο, ΝΜΑ [φρύγω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φρύγω … Dictionary of Greek
φρυγμόν — φρυγμός drying masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρύξη — η / φρῡξις, ύξεως, ΝΑ [φρύγω] φρυγμός, ψήσιμο, καβούρντισμα νεοελλ. (μεταλργ. χημ.) μεταλλουργική διεργασία που συνίσταται στη θέρμανση μιας ανόργανης χημικής ένωσης μετάλλου ή ενός μεταλλεύματος, με παρουσία ατμοσφαιρικού αέρα, και η οποία… … Dictionary of Greek