φρῖκος

φρῖκος

φρῖκος, τό, poet. = φρίκη, Schauder, Nic. Th. 778.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φρίκος — ίκεος, τὸ, Α φρίκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρίξ, φρικός, κατά τα σιγμόληκτα ουδ. σε ος (πρβλ. ῥῖγ ος)] …   Dictionary of Greek

  • φρικός — φρῑκός , φρίξ ruffling masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπόφρικος — ον, Α αυτός που κατέχεται από ελαφρό ρίγος («ὑπόφρικον καὶ τὸ τοῡ βασιλέως σῶμα ἐγεννήθη», Π Δ). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + φρικος (< φρίξ, φρικός «ανατρίχιασμα, ρίγος»)] …   Dictionary of Greek

  • φρίκη — φρί̱κη , φρίκη shuddering fem nom/voc sg (attic epic ionic) φρί̱κη , φρῖκος shivering neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) φρί̱κη , φρῖκος shivering neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • bhreĝ-2 —     bhreĝ 2     English meaning: to stick (?)     Deutsche Übersetzung: ‘steif emporstehen”     Note: extension from bher “ stand up, edge, bristle” etc, seeks Persson Beitr. 22 f. A. 2 in:     Material: O.Ind. bhraj ‘stiffness (of the member),… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • φρίκη — η, ΝΜΑ δέος, φόβος, τρόμος που νιώθει κανείς όταν βλέπει ή ακούει κάτι το τρομακτικό, το αποτρόπαιο (α. «ένιωσε φρίκη μπροστά στο φοβερό εκείνο θέαμα» β. «τῆς σφαγῆς φρίκην ἐμποιούσης τοῑς φίλοις», Διόδ.) νεοελλ. 1. συνεκδ. φρικαλέο πράγμα,… …   Dictionary of Greek

  • φρίξος — Πρόσωπο της ελληνικής μυθολογίας: γιος του Βοιωτού βασιλιά Αθάμαντα, έφυγε με την αδελφή του Έλλη, για vα αποφύγει την έχθρα της μητριάς του, χάρη στη θαυμαστή επέμβαση ενός χρυσόμαλλου κριού που έστειλε η μητέρα τους Νεφέλη. Ο κριός πήρε… …   Dictionary of Greek

  • φρίττω — και φρίσσω ΝΜΑ, και φρίζω Α [φρίξ, φρικός] 1. (για υδάτινη επιφάνεια) κυματίζω ελαφρά 2. (κατ επέκτ.) κινούμαι ελαφρά, κυματίζω («πεύκη φρίσσουσα ζεφύροις», Ανθ. Παλ.) 3. ριγώ, ανατριχιάζω, τρεμουλιάζω από ψύχος, πυρετό, φόβο ή έντονη συγκίνηση… …   Dictionary of Greek

  • φρικάζω — Α [φρίξ, φρικός] φρικιώ …   Dictionary of Greek

  • φρικία — και φρίκια, τὰ, Α [φρίξ, φρικός] ρίγος, ανατρίχιασμα που οφείλεται σε ψύχος …   Dictionary of Greek

  • φρικίας — ὁ, Α (στον Πίνδ.) ονομασία ίππου. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρίξ, φρικός + επίθημα ίας*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”