- φρύγιον
φρύγιον, τό, dürres Holz, Brennholz, eigentlich neutr. vom Folgdn, LXX. u. E. M.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φρύγιον, τό, dürres Holz, Brennholz, eigentlich neutr. vom Folgdn, LXX. u. E. M.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φρύγιον — firewood neut nom/voc/acc sg φρύγιος dry masc acc sg φρύγιος dry neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρύγιον — τὸ, Α 1. φρύγανο 2. τόπος όπου εκτίθενται διάφορα πράγματα για ξήρανση στον ήλιο 3. ξύλο με πυρακτωμένο άκρο, δαυλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρύγω + υποκορ. κατάλ. ίον (πρβλ. σφάγ ιον)] … Dictionary of Greek
Φρύγιον — Φρύγιος dry masc acc sg Φρύγιος dry neut nom/voc/acc sg Φρύγιος dry masc/fem acc sg Φρύγιος dry neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρυγίοιο — φρύγιον firewood neut gen sg (epic) φρύγιος dry masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρυγίοις — φρύγιον firewood neut dat pl φρύγιος dry masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρυγίοισι — φρύγιον firewood neut dat pl (epic ionic aeolic) φρύγιος dry masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρυγίοισιν — φρύγιον firewood neut dat pl (epic ionic aeolic) φρύγιος dry masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρυγίου — φρύγιον firewood neut gen sg φρύγιος dry masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρυγίων — φρύγιον firewood neut gen pl φρύγιος dry fem gen pl φρύγιος dry masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρυγίῳ — φρύγιον firewood neut dat sg φρύγιος dry masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρύγια — φρύγιον firewood neut nom/voc/acc pl φρύγιος dry neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)