- φρύγιος
φρύγιος, dürr, trocken, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φρύγιος, dürr, trocken, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Φρύγιος — dry masc nom sg Φρύγιος dry masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρύγιος — dry masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρύγιος — (I) ία, ον, Α (κατά τον Ησύχ.) ξηρός, στεγνός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρύγω + κατάλ. ιος (πρβλ. πλάγ ιος)]. (II) α, ο / φρύγιος, ία, ον, ΝΜΑ [Φρυγία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Φρυγία ή στους Φρύγες νεοελλ. φρ. «φρύγιος τρόπος» μουσ. ένας από τους … Dictionary of Greek
φρύγιος — α, ο ο φρυγικός (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φρύγιος πίλος — Κάλυμμα της κεφαλής, που το φορούσαν οι Φρύγες (κάτοικοι της αρχαίας Φρυγίας της Μικράς Ασίας). Ήταν ένας σκούφος σε σχήμα κόλουρου κώνου, συνήθως κόκκινου, που η κορφή του καμπτόταν ή έπεφτε προς τα εμπρός. Το είδος αυτό του καλύμματος το… … Dictionary of Greek
Φρύγιον — Φρύγιος dry masc acc sg Φρύγιος dry neut nom/voc/acc sg Φρύγιος dry masc/fem acc sg Φρύγιος dry neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φρυγίων — Φρύγιος dry fem gen pl Φρύγιος dry masc/neut gen pl Φρύγιος dry masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φρυγίοιο — Φρύγιος dry masc/neut gen sg (epic) Φρύγιος dry masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φρυγίοις — Φρύγιος dry masc/neut dat pl Φρύγιος dry masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φρυγίοισι — Φρύγιος dry masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) Φρύγιος dry masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φρυγίοισιν — Φρύγιος dry masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) Φρύγιος dry masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)