τῑμωρητικός

τῑμωρητικός

τῑμωρητικός, der sich gern rächt; Arist. de virt. 6 (bei Stob. Floril. 1, 8); eth. 4, 5; und Sp., wie Plut. Sull. 6.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τιμωρητικός — τῑμωρητικός , τιμωρητικός revengeful masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιμωρητικός — ή, όν, Α [τιμωρητής] 1. αυτός που έχει την τάση να εκδικείται 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ τιμωρητικά πράξεις τιμωρίας εκδίκησης («διὰ θυμὸν δὲ καὶ ὀργὴν τὰ τιμωρητικά», Αριστοτ.). επίρρ... τιμωρητικῶς Α με τάση για τιμωρία, για εκδίκηση …   Dictionary of Greek

  • τιμωρητικά — τῑμωρητικά , τιμωρητικός revengeful neut nom/voc/acc pl τῑμωρητικά̱ , τιμωρητικός revengeful fem nom/voc/acc dual τῑμωρητικά̱ , τιμωρητικός revengeful fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιμωρητικώτερον — τῑμωρητικώτερον , τιμωρητικός revengeful adverbial comp τῑμωρητικώτερον , τιμωρητικός revengeful masc acc comp sg τῑμωρητικώτερον , τιμωρητικός revengeful neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιμωρητικῶν — τῑμωρητικῶν , τιμωρητικός revengeful fem gen pl τῑμωρητικῶν , τιμωρητικός revengeful masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιμωρητικόν — τῑμωρητικόν , τιμωρητικός revengeful masc acc sg τῑμωρητικόν , τιμωρητικός revengeful neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • PLUTARGHUS Chaeronensis — Philiosophus, Historicus et Orator, foloruit sub Nerva, Traiano et Adriano Imperatorib. Discipul. Ammonii fuit primum, dein in Graecia et Aegypto, eruditos adiit, ubique exactissime omnibus annotatis. Exin Romam profectus, magno ibi in pretio… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • μάχαιρα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 250 μ., 235 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μονοφατσίου του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, ΝΑ του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αρκαλοχωρίου. * * * η (ΑM μάχαιρα) 1. όργανο με λαβή… …   Dictionary of Greek

  • συγγνωμονικός — ή, όν, Α [συγγνώμων, ονος] 1. αυτός που είναι πρόθυμος στο να συγχωρεί, που τού αρέσει να συγχωρεί («οὐ γὰρ τιμωρητικὸς ὁ πρᾱος ἀλλὰ συγγνωμονικός», Αριστοτ.) 2. (ρητ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ομολογία ή σε αναίρεση 3. (για πράγμ.) άξιος …   Dictionary of Greek

  • ՊԱՏԺԱՒՈՐ — (ի, աց.) NBH 2 0610 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 10c, 11c ա. κολαζόμενος castigatus. Ունօղ յանձին զպատիժ. պատժեալ. դատապարտ. *Նորին իսկ պատժաւորին է վնասն, որ սպանանէ զինքն (վասն յանցաւորութեանն). Ոսկ. ՟բ. կոր.:… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ՊԱՏԺԱՒՈՐԱԿԱՆ — ( ) NBH 2 0610 Chronological Sequence: Early classical ՊԱՏԺԱՒՈՐ եւ ՊԱՏԺԱՒՈՐԱԿԱՆ. τιμωρητικός, κή ultor, ultrix. Տ. ՊԱՏԺԱԿԱՆ՝ ըստ ՟ա. նշ. *Յայնժամ եցոյց զպատժաւոր զօրութիւնն: Զպատժաւորական զօրութիւնն յայտ առնէ. Ոսկ. մ. ՟Գ. 14: 2 …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”