τῑμ-ωρός

τῑμ-ωρός

τῑμ-ωρός, ion. τιμήορος, dor. τιμάορος, eigtl. die Ehre wahrend, und daher die verletzte Ehre Jemandes schützend; helfend, beschirmend, beistehend; ἦλϑον τιμάορος μίτραις, Pind. Ol. 9, 84; Her. 2, 141; ἐμὸν τιμάορον Ἑρμῆν, Aesch. Ag. 500; – rächend; τιμωρός τινος, Jemandes Rächer, ἥξει γὰρ ἡμῶν ἄλλος αὖ τιμάορος, 1263, vgl. 1560; Ch. 141; Soph. El. 801; σύ μοι γενοῦ τιμωρὸς ἀνδρός, Eur. Hec. 790; τιμωροὺς λιπέσϑαι τῶν δεδραμένων δίκην, Herc. F. 168; auch χεῖρα τιμωρόν, Hec. 843; auch τινί, Her. 7, 171; λόγος τιμωρός, zur Rache auffordernde Rede, 7, 5; πατρὶ τιμωρὸν φόνου, Soph. El. 14; – der Peiniger, Scharfrichter, Pol. 2, 58, 8.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ορώ — άω (ΑΜ ὁρῶ, άω, Α επικ. τ. ὁρόω, ιων. τ. ὁρέω, αιολ. τ. ὄρημι) 1. βλέπω, θωρώ, κοιτάζω («ἔστι δίκης ὀφθαλμός, ὅς τὰ πάνθ ὁρᾱ», Μέν.) 2. (το παθ.) ορώμαι είμαι ορατός, είμαι θεατός, φαίνομαι, διακρίνομαι αρχ. 1. έχω την όρασή μου, έχω τα μάτια μου …   Dictionary of Greek

  • τιμωρός — ο, η / τιμωρός, όν, ΝΜΑ, και ασυναίρετος δωρ. τ. τιμάορος και ιων., επικ. τ. τιμήορος, ον και τιμάωρ, ὁ, Α (ως επίθ. και ως ουσ.) 1. αυτός που επιβάλλει τιμωρία σε κάποιον (α. «αυστηρός τιμωρός τών εμπόρων ναρκωτικών» β. «δίκη κακῶν τιμωρός», Σοφ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”