- τίλφη
τίλφη, ἡ, = σίλφη, auch τίφη geschrieben, s. Lob. Phryn. 300.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τίλφη, ἡ, = σίλφη, auch τίφη geschrieben, s. Lob. Phryn. 300.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τίλφη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τίλφη — ἡ, Α βλ. σίλφη … Dictionary of Greek
τίλφαις — τίλφη fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τίλφην — τίλφη fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τίλφης — τίλφη fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σίλφη — η / ΝΑ και τίλφη Α γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, μαύρων κολεόπτερων εντόμων, με ωοειδές σώμα, τής οικογένειας σιλφίδες (α. «οἷον σίλφη καὶ ἐμπὶς καὶ τὰ κολεόπτερα», Αριστοτ. β. «σίλφην ἢ ἐμπίδα ἢ κυνόμυιαν γενέσθαι»,… … Dictionary of Greek
σαργάνη — και ταργάνη, ἡ, Α 1. πλέγμα, δεσμός 2. καλάθι. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ., η οποία εμφανίζει επίθημα άνη (πρβλ. ορκ άνη, πλεκτ άνη). Για την εναλλαγή τών αρκτικών σ και τ , η οποία, κατά μία άποψη,… … Dictionary of Greek
τεύτλο — το / τεῡτλον ΝΑ, και μτγν. απ. τ. σεῡτλον Α καθεμία από τις καλλιεργούμενες μορφές τού είδους Beta vulgaris ή Beta maritima, το οποίο, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, ανήκει στο γένος βέτα ή μπέτα τής οικογένειας χηνοποδιίδες, που … Dictionary of Greek