- τίλων
τίλων, ωνος, ὁ, s. τίλλων.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τίλων, ωνος, ὁ, s. τίλλων.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τίλων — τίλος anything plucked masc gen pl τίλων masc nom/voc sg τί̱λων , τῖλος a thin stool masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τίλων — ωνος, ο, ΝΑ (στη νεοελλ. μόνο λόγιος τ.) ζωολ. είδος ψαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. πιθ. τής καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων < τῖλος + επίθημα ων, ωνος (πρβλ. γάστρ ων, τύλ ων)] … Dictionary of Greek
τιλῶν — τίλα plucking fem gen pl τίλλω b. fut part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τίλωνα — τίλων masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τίλωνας — τίλων masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τίλωνι — τίλων masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τίγγα — Γένος τελεόστεων ψαριών της οικογένειας των κυπρινιδών, που είναι γνωστά και με την κοινή ονομασία τίλονες. Η οικογένεια αυτή περιλαμβάνει ελάχιστα είδη ψαριών, με μακρουλό σώμα, που σκεπάζεται από μικρά λέπια. Από τα κυριότερα είδη είναι ο τίλων … Dictionary of Greek