- τίλσις
τίλσις, εως, ἡ, das Zupfen, Rupfen, Ausraufen, τριχῶν Arist. eth. 7, 6.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τίλσις, εως, ἡ, das Zupfen, Rupfen, Ausraufen, τριχῶν Arist. eth. 7, 6.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τίλσει — τίλσις plucking out fem nom/voc/acc dual (attic epic) τίλσεϊ , τίλσις plucking out fem dat sg (epic) τίλσις plucking out fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τίλσεις — τίλσις plucking out fem nom/voc pl (attic epic) τίλσις plucking out fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τίλση — η / τίλσις, εως, ΝΑ [τίλλω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τίλλω, βίαιη απόσπαση, κυρίως τριχών, μάδημα νεοελλ. 1. (σχετικά με ύφασμα) ξέφτισμα, κουρέλιασμα 2. λανάρισμα αρχ. (σχετικά με χόρτα) εκρίζωση, ξερίζωμα («τίλσις χόρτου», πάπ.) … Dictionary of Greek
τίλσεως — τίλσεω̆ς , τίλσις plucking out fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)