- τέτρα
τέτρα, statt τέτορα, τέσσαρα, vier, in den folgdu Compositis.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τέτρα, statt τέτορα, τέσσαρα, vier, in den folgdu Compositis.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τετρα- — α συνθετικό λέξεων που δίνει στο δεύτερο την έννοια του τετραπλού ή αυτού που γίνεται τέσσερις φορές (τετραώροφος, τετράμετρος) ή την έννοια της υπερβολής (τετράπαχος, τετράξανθος) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τετρανωμένα — τετρᾱνωμένα , τρανόω make clear perf part mp neut nom/voc/acc pl τετρᾱνωμένᾱ , τρανόω make clear perf part mp fem nom/voc/acc dual τετρᾱνωμένᾱ , τρανόω make clear perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραχυμμένα — τετρᾱχυμμένα , τραχύνω make rough perf part mp neut nom/voc/acc pl τετρᾱχυμμένᾱ , τραχύνω make rough perf part mp fem nom/voc/acc dual τετρᾱχυμμένᾱ , τραχύνω make rough perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραχυσμένα — τετρᾱχυσμένα , τραχύνω make rough perf part mp neut nom/voc/acc pl τετρᾱχυσμένᾱ , τραχύνω make rough perf part mp fem nom/voc/acc dual τετρᾱχυσμένᾱ , τραχύνω make rough perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετράχυνται — τετρά̱χυνται , τραχύνω make rough perf ind mp 3rd sg τετρά̱χυνται , τραχύνω make rough perf ind mp 3rd pl (epic ionic) τετρά̱χυνται , τραχύνω make rough perf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετράχυντο — τετρά̱χυντο , τραχύνω make rough plup ind mp 3rd sg (homeric ionic) τετρά̱χυντο , τραχύνω make rough plup ind mp 3rd pl (epic ionic) τετρά̱χυντο , τραχύνω make rough plup ind mp 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραμένα — τετρᾱμένᾱ , τετράζω cackle like the fut part mid fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) τετρᾱμένᾱ , τετράζω cackle like the fut part mid fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετρανωκότα — τετρᾱνωκότα , τρανόω make clear perf part act neut nom/voc/acc pl τετρᾱνωκότα , τρανόω make clear perf part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετρανωμέναι — τετρᾱνωμέναι , τρανόω make clear perf part mp fem nom/voc pl τετρᾱνωμένᾱͅ , τρανόω make clear perf part mp fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετρανωμένον — τετρᾱνωμένον , τρανόω make clear perf part mp masc acc sg τετρᾱνωμένον , τρανόω make clear perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετρανωμένων — τετρᾱνωμένων , τρανόω make clear perf part mp fem gen pl τετρᾱνωμένων , τρανόω make clear perf part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)