τέτρωρος

τέτρωρος

τέτρωρος, zsgz. statt τετράορος; ὄχος, Eur. Hipp. 1229; ἅρμα, Alc. 486; τὸ τέτρωρον, Ael. N. A. 1, 36.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τέτρωρος — ον, ΜΑ (συνηρ. τ.) βλ. τετράορος …   Dictionary of Greek

  • τέτρωρον — plot of ground marked out by four boundaries neut nom/voc/acc sg τέτρωρος yoked four together masc/fem acc sg τέτρωρος yoked four together neut nom/voc/acc sg τετράορος yoked four together masc/fem acc sg τετράορος yoked four together neut… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αείρω — (I) ἀείρω (Α) (επικός, ιωνικός και ποιητικός τύπος αντί αίρω*) σηκώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. πιθανόν να προέρχεται από αρχ. ρ. *α Fερ (πρβλ. τον τύπο αὐειρόμεναι στον Αλκμάνα), όπου το ἀ είναι προθεματικό ή λαρυγγικό φωνήεν. Κατ άλλη άποψη το …   Dictionary of Greek

  • τέτρωρον — τὸ, και τέτρωρος, ὁ, Α μέρος γης το οποίο ορίζεται από τέσσερα σημεία («ἀπό τᾱς τριακονταπέδω τᾱς διὰ τῶν τετρώρων ἀγώσας», Ηρακλεωτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + ὅρος. Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] …   Dictionary of Greek

  • τετράορος — και συνηρ. τ. τέτρωρος, ον, ΜΑ 1. το ουδ. ως ουσ. το τέτρωρον α) τέσσερεις ίπποι συνεζευγμένοι β) η άνω επιφάνεια τού αστραγάλου 2. φρ. α) «τετράοροι ἵπποι» τέσσερεις ίπποι συνεζευγμένοι β) «τετράορον ἅρμα» το τέθριππο αρχ. τετράποδος («ὑψίκερω… …   Dictionary of Greek

  • τετρώριστος — ον, Α [τέτρωρος] τετράορος* …   Dictionary of Greek

  • όρος — Το υγρό μέρος του αίματος, κίτρινου χρώματος, ρευστό σχεδόν σαν το νερό, που αποχωρίζεται μετά την εκτός του σώματος πήξη και συστολή του θρόμβου του αίματος. Διαφέρει από το πλάσμα, γιατί δεν περιέχει ινωδογόνο και προθρομβίνη, ουσίες που μένουν …   Dictionary of Greek

  • τετρώροις — τέτρωρον plot of ground marked out by four boundaries neut dat pl τέτρωρος yoked four together masc/fem/neut dat pl τετράορος yoked four together masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετρώρου — τέτρωρον plot of ground marked out by four boundaries neut gen sg τέτρωρος yoked four together masc/fem/neut gen sg τετράορος yoked four together masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετρώρων — τέτρωρον plot of ground marked out by four boundaries neut gen pl τέτρωρος yoked four together masc/fem/neut gen pl τετράορος yoked four together masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετρώρῳ — τέτρωρον plot of ground marked out by four boundaries neut dat sg τέτρωρος yoked four together masc/fem/neut dat sg τετράορος yoked four together masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”