τάρφος

τάρφος

τάρφος, τό (mit τρέφω, dicht machen, zusammenhangend), die Dichtigkeit, τάρφεα ὕλης, die Dickichte des Waldes, Il. 5, 555. 15, 606.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τάρφος — thicket neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τάρφος — εος και ους, τὸ, Α (ποιητ. τ.) πυκνό φύλλωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Τόσο το σιγμόληκτο ουδ. τάρφος, που μαρτυρείται στον πληθ. τάρφεα, τάρφεσι, όσο και το επίθ. ταρφύς (πρβλ. κρατύς: κράτος, ταχύς: τάχος) είναι αρχαϊκοί τ. που ανάγονται στη συνεσταλμένη… …   Dictionary of Greek

  • τάρφη — τάρφος thicket neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) τάρφος thicket neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταρφέων — τάρφος thicket neut gen pl (epic doric ionic aeolic) ταρφύς thick masc/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) ταρφέω̆ν , ταρφύς thick masc/neut gen pl ταρφύς thick masc/neut gen pl ταρφέω̆ν , ταρφύς thick gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τάρφεα — τάρφος thicket neut nom/voc/acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τάρφεσι — τάρφος thicket neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τάρφεσιν — τάρφος thicket neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τάρφην — τάρφος thicket neut acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταρφειός — ά, όν, Α (επικ. τ.) ταρφύς*. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. τάρφος] …   Dictionary of Greek

  • ταρφύς — εῑα, ύ, θηλ. και ταρφύς, Α 1. (στον Όμ. μόνο το αρσ. και το ουδ.) πυκνός 2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ταρφέα πολλές φορές, συχνά 3. (το ουδ. πληθ.) (κατά τον Ησύχ.) «συνεχῆ, ξηρά. ὀξέα. τραχέα». επίρρ... ταρφέως Α πολλές φορές, συχνά. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”