τάρχανον

τάρχανον

τάρχανον, τό, = πένϑος, κῆδος, Hesych.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τάρχανον — και δ. γρφ. τέρχανον, Α (κατά τον Ησύχ.) «πένθος, κῆδος». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ταρχύω] …   Dictionary of Greek

  • τέρχανον — τὸ, Α (δ. γρφ·) βλ. τάρχανον …   Dictionary of Greek

  • ταρχύω — Α θάβω, κηδεύω κάποιον σεμνοπρεπώς. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθανότατα για δάνειο από γλώσσα τής Μικράς Ασίας. Κατά μία άποψη, το ρ. συνδέεται με τα θεωνύμια λυκιακά trqqas και λουβιτικά Tarhund , που ανάγονται στη ρίζα τού χεττιτ. ρ. tarh «νικώ».… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”