- τάρσωμα
τάρσωμα, τό, att. τάῤῥωμα, = ταρσός. – Auch = κωπηλασία, Ar. bei Phot.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τάρσωμα, τό, att. τάῤῥωμα, = ταρσός. – Auch = κωπηλασία, Ar. bei Phot.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τάρσωμα — το, ΝΑ, και αττ. τ. τάρρωμα Α [ταρσῶ] νεοελλ. φράγμα από πλεγμένα καλάμια ή κλαδιά δένδρων που χρησιμεύει για τη συγκράτηση χωμάτων από κατολίσθηση αρχ. 1. το πλατύ τμήμα τών κουπιών 2. η κωπηλασία 3. στον πληθ. τὰ ταρσώματα (κατά τον Πολυδ.) «οἱ … Dictionary of Greek
ταρσώματα — τάρσωμα neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τάρρωμα — τὸ, Α (αττ. τ.) βλ. τάρσωμα … Dictionary of Greek