τοξό-δαμνος

τοξό-δαμνος

τοξό-δαμνος, bogengewaltig, den Bogen beherrschend, Ἄρης, Aesch. Pers. 86; oder mit dem Bogen überwältigend, tödtend, Artemis, Eur. Hipp. 1451; Diphil. bei Ath. VI, 223 a; Lycophr. 1331.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πολύδαμνος — ον, Α αυτός που δαμάζει πολλούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + δαμνος (< δάμνημι «δαμάζω»), πρβλ. τοξό δαμνος] …   Dictionary of Greek

  • πρωτόδαμνος — ον, Α (κατά τον Ησύχ.) αυτός που δαμάστηκε για πρώτη φορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + δαμνος (< δάμνημι «δαμάζω»), πρβλ. τοξό δαμνος] …   Dictionary of Greek

  • τοξόδαμνος — ον, Α 1. αυτός που δαμάζει με το τόξο («τοξόδαμνος Ἄρτεμις», Ευρ.) 2. φρ. «τοξόδαμνος Ἄρης» πόλεμος που διεξάγεται από δεινούς τοξότες (Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τόξον + δαμνος (< δάμνημι «δαμάζω»), πρβλ. πρωτό δαμνος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”