- τηνόθι
τηνόθι, dor. statt ἐκεῖ, dort, Theocr. 8, 44.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τηνόθι, dor. statt ἐκεῖ, dort, Theocr. 8, 44.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τηνόθι — Α επίρρ. σ εκείνην τη χρονική στιγμή ή σ εκείνην την περίοδο, τότε («αἱ δ ἄν ἀφέρπῃ, χώ ποιμὰν ξηρὸς τηνόθι χ αἱ βοτάναι», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τῆνος, δωρ. τ. τού ἐκεῖνος + επιρρμ. κατάλ ό θι (βλ. λ. θι), πρβλ. αυτό θι] … Dictionary of Greek
τηνόθι — ἐκεῖθι doric (indeclform adverb) τηνόθι indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)