- τοξό-κλυτος
τοξό-κλυτος, s. τοξίκλυτος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τοξό-κλυτος, s. τοξίκλυτος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλυτότοξος — κλυτότοξος, ον (Α) ονομαστός για το τόξο του, ένδοξος τοξότης («εὔχεο δ Ἀπόλλωνι λυκηγενέι, κλυτοτόξω», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλυτός + τοξος (< τόξον), πρβλ. αργυρό τοξος, χρυσό τοξος] … Dictionary of Greek
τοξόκλυτος — ον, Α αυτός που είναι ξακουστός για το τόξο του, για τις ικανότητές του στην τοξοβολία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τόξον + κλυτός «ονομαστός, ένδοξος» (< κλύω)] … Dictionary of Greek