- ταμιευτήριον
ταμιευτήριον, τό, = ταμιεῖον, Schol. Ar. Thesm. 426.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ταμιευτήριον, τό, = ταμιεῖον, Schol. Ar. Thesm. 426.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ταμιευτήριο — Πιστωτικό ίδρυμα, που έχει ως χαρακτηριστικό τον ειδικό προορισμό να διαθέτει για κοινωνικούς σκοπούς τα κέρδη που πραγματοποιούνται από τις πιστώσεις του. Η δημιουργία των τ. ανάγεται στην περίοδο που εκτείνεται από το τέλος του 18ου έως το… … Dictionary of Greek