- ταμιεύτωρ
ταμιεύτωρ, ορος, ὁ, p. statt ταμίας, Maneth. 4, 580.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ταμιεύτωρ, ορος, ὁ, p. statt ταμίας, Maneth. 4, 580.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ταμιεύτωρ — ορος, ὁ, Α ταμίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. ποιητ. τ. σχηματισμένος από το ρ. ταμιεύω + επίθημα τωρ (πρβλ. θηρεύ τωρ, τιθασεύ τωρ)] … Dictionary of Greek
ταμιεύτορες — ταμιεύτωρ masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)