ταμιευτικός

ταμιευτικός

ταμιευτικός, 1) zum Haushalten, Verwalten gehörig, geschickt, dah. haushälterisch, sparsam. – 2) in Rom quaestorius, Plut. Cat. min. 16. – Adv., Poll. 3, 116.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ταμιευτικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταμιευτικός — ή, ό / ταμιευτικός, ή, όν, ΝΜΑ [ταμιεύω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αποταμίευση, αποταμιευτικός 2. κατάλληλος ή χρήσιμος για αποταμίευση μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ ταμιευτικόν το να αποταμιεύει κανείς, η αποταμίευση αρχ. 1. φειδωλός,… …   Dictionary of Greek

  • ταμιευτικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στην αποταμίευση, αποταμιευτικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ταμιευτικῶν — ταμιευτικός of fem gen pl ταμιευτικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταμιευτικόν — ταμιευτικός of masc acc sg ταμιευτικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταμιευτικούς — ταμιευτικός of masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταμιευτικῆς — ταμιευτικός of fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταμιευτικήν — ταμιευτικός of fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταμιευτικῶς — ταμιευτικός of adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταμιευτικώτεροι — ταμιευτικός of masc nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”