- τανύ-γληνος
τανύ-γληνος, weit-, großäugig, ταῠρος, Nonn. D. 43, 41.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τανύ-γληνος, weit-, großäugig, ταῠρος, Nonn. D. 43, 41.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τανύγληνος — ον, ΜΑ αυτός που έχει μεγάλα μάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ (< αμάρτυρο επίθ. *τανύς, βλ. λ. τείνω) + γληνος (< γλήνη «κόρη οφθαλμού»), πρβλ. πολύ γληνος. Για το θ. τού α συνθετικού βλ. και λ. τάνυμαι] … Dictionary of Greek