- τανύ-δρομος
τανύ-δρομος, den Lauf streckend od. ausdehnend, weit laufend, Aesch. Eum. 349.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τανύ-δρομος, den Lauf streckend od. ausdehnend, weit laufend, Aesch. Eum. 349.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τάνυμαι — Α εκτείνομαι, τεντώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. μαρτυρείται στο γ εν. πρόσωπο τάνυται, έχει σχηματιστεί από τη συνεσταλμένη βαθμίδα τα τής ρίζας *ten (βλ. λ. τείνω) με ενεστωτικό έρρινο ένθημα νυ (πρβλ. δείκ νυ μι) και αντιστοιχεί ακριβώς με το αρχ. ινδ … Dictionary of Greek
πολύδρομος — ον, Α 1. αυτός που τρέχει, δρομαίος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + δρόμος (πρβλ. τανύ δρομος)] … Dictionary of Greek
υψίδρομος — ον, ΜΑ αυτός που τρέχει ψηλά («ὑψίδρομος Φαέθων», Γρηγ. Ναζ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + δρόμος (πρβλ. τανύ δρομος)] … Dictionary of Greek
τείνω — ΝΜΑ 1. τεντώνω (α. «τείνω το τόξο» β. «ὅρα μὴ κατὰ τὴν παροιμίαν ἀπορρήξωμεν πάνυ τείνουσαι τὸ καλώδιον», λουκιαν.) 2. φέρω προς τα εμπρός, προτείνω, προβάλλω (α. «τείνω την κεφαλή» β. «τείνω την χείρα» γ. «ἀσπίδα τείνας», Ανθ. Παλ. δ. «χεῑρας… … Dictionary of Greek
τανύδρομος — και τανυσίδρομος, ον, Α αυτός που τρέχει πολύ γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ τού ρ. τάννμαι* «τεντώνομαι» + δρόμος (< δρόμος). Ο τ. ταννσί δρομος είναι αμφβλ. (πρβλ. ταννσίσκοπος)] … Dictionary of Greek