τανύ-γλωσσος

τανύ-γλωσσος

τανύ-γλωσσος, mit langer oder ausgestreckter Zunge, κορῶναι, Od. 5, 66.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τείνω — ΝΜΑ 1. τεντώνω (α. «τείνω το τόξο» β. «ὅρα μὴ κατὰ τὴν παροιμίαν ἀπορρήξωμεν πάνυ τείνουσαι τὸ καλώδιον», λουκιαν.) 2. φέρω προς τα εμπρός, προτείνω, προβάλλω (α. «τείνω την κεφαλή» β. «τείνω την χείρα» γ. «ἀσπίδα τείνας», Ανθ. Παλ. δ. «χεῑρας… …   Dictionary of Greek

  • τανύγλωσσος — ον, Α 1. αυτός που έχει τεντωμένη και μακριά γλώσσα 2. φλύαρος, λάλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ (< αμάρτυρο επίθ. *τανύς βλ. λ. τείνω) + γλωσσος (< γλῶσσα), πρβλ. πολύ γλωσσος. Για το θ. τού α συνθετικού βλ. λ. τάνυμαι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”