- τανύ-κνημος
τανύ-κνημος, = Vorigem, Nonn. D. 36, 188, ἐλέφαντες.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τανύ-κνημος, = Vorigem, Nonn. D. 36, 188, ἐλέφαντες.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τανύκνημος — ον, ΜΑ κατανυκνήμις*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ (< αμάρτυρο επίθ. *τανύς, βλ. λ. τείνω) + κνημος (< κνήμη), πρβλ. δασυ κνημος. Για το θ. τού α συνθετικού βλ. και λ. τάνυμαι] … Dictionary of Greek