τανύ-κραιρος

τανύ-κραιρος

τανύ-κραιρος, mit langgestreckten Hörnern; sp. D., wie Opp. Cyn. 1, 191; ταῦρος, Agath. 27 (VI, 74); Nonn. D. 8, 22; ἀκωκή, 11, 270.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ισόκραιρος — ἰσόκραιρος, ον (Α) αυτός που έχει ίσα κέρατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + κραιρος (< κραῑρα «κορυφή, κεφαλή»), πρβλ. ορθό κραιρος, τανύ κραιρος] …   Dictionary of Greek

  • τανύκραιρος — ον, Α αυτός που έχει τεντωμένα, μακριά κέρατα («τανυκραίροισι ἐλάφοισι», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ τού ρ. τάνυμαι* «τεντώνομαι» + κραιρος (< κραίρα «κορυφή, κεφαλή»), πρβλ. ὀρθό κραιρος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”