- τανύ-φθογγος
τανύ-φθογγος, weithin, laut tönend; Qu. Sm. 11, 110, γέρανος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τανύ-φθογγος, weithin, laut tönend; Qu. Sm. 11, 110, γέρανος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τανύφθογγος — ον, ΜΑ αυτός τού οποίου η φωνή ακούγεται σε μεγάλη απόσταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ τού ρ. τάνυμαι* «τεντώνομαι» + φθόγγος (πρβλ. ἰσόφθογγος)] … Dictionary of Greek