- τανύ-φυλλος
τανύ-φυλλος, mit gestreckten, langen Blättern, ἐλαίη, Od. 13, 102. 346, vgl. 23, 190. – Die Blätter weit ausbreitend, dichtbelaubt, ὄρος, Theocr. 25, 221, wie Nicias 8 (VII, 200).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τανύ-φυλλος, mit gestreckten, langen Blättern, ἐλαίη, Od. 13, 102. 346, vgl. 23, 190. – Die Blätter weit ausbreitend, dichtbelaubt, ὄρος, Theocr. 25, 221, wie Nicias 8 (VII, 200).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τανύφυλλος — και τανίφυλλος, ον, Α 1. (για δένδρα, ιδίως για την ελιά) αυτός που έχει επιμήκη φύλλα 2. αυτός που έχει πυκνό φύλλωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ τού αμάρτυρου επιθ. *τανύς (βλ. λ. τείνω) + φυλλος (< φύλλον), πρβλ. καλλί φυλλος. Για το θ. τού α… … Dictionary of Greek