- τανύ-τριχος
τανύ-τριχος, = τανύϑριξ, Opp. Cyn. 1, 186.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τανύ-τριχος, = τανύϑριξ, Opp. Cyn. 1, 186.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τανύθριξ — τριχος, ὁ, ἡ, και ως επίθ. τανύτριχος, ον, Α 1. αυτός που έχει μακριές τρίχες 2. αυτός που έχει πολλές και πυκνές τρίχες, δασύτριχος, μαλλιαρός 3. φρ. «ὗς τανύθριξ» είδος αγριογούρουνου με ανορθωμένες τις τρίχες τού σώματός του (Σιμων. Αμ.).… … Dictionary of Greek