- τανύ-σκιος
τανύ-σκιος, mit langgestrecktem, weitem Schatten, Opp. Cyn. 4, 356.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τανύ-σκιος, mit langgestrecktem, weitem Schatten, Opp. Cyn. 4, 356.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τανύσκιος — ον, ΜΑ αυτός που ρίχνει σκιά η οποία εκτείνεται σε μεγάλη απόσταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ τού ρ. τάνυμαι* «τεντώνομαι» + σκιος (< σκιά), πρβλ. δολιχό σκιος] … Dictionary of Greek