τανύ-φλοιος

τανύ-φλοιος

τανύ-φλοιος, eigtl. mit langer Rinde, daher von Bäumen = lang od. schlank gewachsen, κράνεια, Il. 16, 767; αἴγειρος, Soph. frg. 692; ἐλάτη, Orph. Arg. 605; ἔρινεός, Theocr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λειόφλοιος — α, ο (Α λειόφλοιος, ον) αυτός που έχει ομαλό, λείο φλοιό. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + φλοιος (< φλοιός), πρβλ. ρηξί φλοιος, τανύ φλοιος] …   Dictionary of Greek

  • τανύφλοιος — ον, Α (για δένδρα) 1. αυτός που έχει φλοιό ο οποίος εκτείνεται σε μεγάλο μήκος ή αυτός που έχει λεπτό φλοιό 2. (κατ. επέκτ.) ψηλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ τού αμάρτυρου επιθ. *τανύς (βλ. λ. τείνω) + φλοιός (πρβλ. δασυ φλοιος). Για το θ. τού α… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”