- τανύ-πτορθος
τανύ-πτορθος, mit lang ausgestreckten Aesten, Nonn. D. 14, 132.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τανύ-πτορθος, mit lang ausgestreckten Aesten, Nonn. D. 14, 132.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τανύπτορθος — ον, ΜΑ αυτός που έχει επιμήκεις κλώνους, μακριά κλαδιά (α. «τανύπτορθον δένδρον», Noνν. β. «τανύπτορθα κέρατα», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ τού ρ. τάνυμαι* «τεντώνομαι» + πτόρθος «βλαστός» (πρβλ. φιλό πτορθος)] … Dictionary of Greek