τανύ-πεπλος

τανύ-πεπλος

τανύ-πεπλος, mit od. in langem Oberkleide, Gewande; bei Hom. Beiwort vornehmer Frauen, wie ἑλκεσίπεπλος; Ἑλένη, Il. 3, 228 Od. 15, 171; Θέτις, Il. 18, 385, u. sonst, wie Hes.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • εχε- — (ΑΜ ἐχε ). [ΕΤΥΜΟΛ. Τα σύνθ. με α συνθετικό εχε ανήκουν στη γενικότερη κατηγορία τών συνθέτων με ρηματικό θ. ενεστ. ή αορ. ως α συνθετικό, παρ όλο που αναπτύχθηκαν πολλές απόψεις για την ερμηνεία τού σχηματισμού τους πρβλ. αρχέ κακος, εχέ θυμος,… …   Dictionary of Greek

  • τανύπεπλος — ον, Α 1. (ως προσωνυμία γυναικών τής υψηλής κοινωνίας και θεαινών) αυτός που φορεί μακρύ πέπλο 2. φρ. «πλακοῡς τανύπεπλος» κωμική έκφραση στον Αριστοφάνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ τού ρ. τάνυμαι* «τεντώνομαι» + πεπλος (< πέπλος), πρβλ. ἑλκεσί… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”