τανύ-πτερος

τανύ-πτερος

τανύ-πτερος, = τανυσίπτερος, τανυπτέρυξ, mit ausgebreiteten langen Flügeln, oder die Flügel ausbreitend, dah. weit, schnell fliegend; οἰωνοί, H. h. Cer. 89; αἰετός, Hes. Th. 523; Ibyc. 3; Pind. P. 5, 104.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σχιζόπτερος — ον, Α (για πτηνά) αυτός που έχει τα φτερά του χωρισμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχίζω + πτερος (< πτερόν), πρβλ. τανύ πτερος] …   Dictionary of Greek

  • τανύπτερος — και τανυσίπτερος, ον, Α αυτός που έχει τεντωμένες φτερούγες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ τού ρ. τάνυμαι* «τεντώνομαι» + ότερος (< πτερόν). Ο τ. ταννσί πτερος έχει σχηματιστεί κατά τα συνθ. τού τύπου τερψίμβροτος*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”