τανύ-πρεμνος

τανύ-πρεμνος

τανύ-πρεμνος, mit langem Stamme; φηγός Nonn. D. 5, 303, u. öfter; Ἴδη, Coluth. 195.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καλλίπρεπνος — καλλίπρεπνος, ον (Μ) αυτός που έχει ωραίο κορμό. [ΕΤΥΜΟΛ. καλλίπρεπνος με αφομοίωση αντί *καλλί πρεμνος < καλλ(ι) * + πρεμνος (< πρέμνον «κορμός»), πρβλ. πολύ πρεμνος, τανύ πρεμνος] …   Dictionary of Greek

  • τανύπρεμνος — ον, ΜΑ 1. αυτός που έχει ψηλό κορμό 2. (για τόπο) αυτός που έχει ψηλά δένδρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τάνυ τού ρ. τάνυμαι* «τεντώνομαι» + πρεμνος (< πρέμνον «κούτσουρο»), πρβλ. αὐτό πρεμνος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”