- τελίσκω
τελίσκω, p. = τελέω, Nic. Irg. 2, 10.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τελίσκω, p. = τελέω, Nic. Irg. 2, 10.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τελίσκω — και τελέσκω Α (ποιητ. τ.) 1. τελώ, εκτελώ, κάνω, καθιστώ («ἄγονον σπόρον τελίσκει», Νίκ.) 2. παθ. τελίσκομαι και τελέσκομαι α) μυούμαι σε μυστήρια («τελίσκομαι εἰς τὰ ἱερὰ μετὰ θυσιῶν», επιγρ.) β) (γενικά) διδάσκομαι («οὐκ ἔσται τελισκόμενος ἀπὸ… … Dictionary of Greek
συντελίσκω — Α μεταγράφω. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + τελίσκω «αποπερατώνω» (< τέλος)] … Dictionary of Greek
τέλος — το, ΝΜΑ 1. η ολοκλήρωση, η τελείωση ενός πράγματος, το έσχατο όριο του στον χώρο και στον χρόνο, αποπεράτωση, πέρας (α. «το τέλος τού δρόμου» β. «το τέλος τής προσπάθειας» γ. «τέλος τής εβδομάδας» δ. «μὴ πρότερόν τι πάθῇς, πρὶν τέλος ἐπιθεῑναι… … Dictionary of Greek
τελέσκω — Α βλ. τελίσκω … Dictionary of Greek