- τεθαῤῥηκότως
τεθαῤῥηκότως, adv. part. perf. von ϑαῤῥέω, dreist; Pol. 2, 10, 7; Plut. Rom. 12.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τεθαῤῥηκότως, adv. part. perf. von ϑαῤῥέω, dreist; Pol. 2, 10, 7; Plut. Rom. 12.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τεθαρρηκότως — boldly indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεθαρρηκότως — Α επίρρ. με θάρρος («ῥᾳδίως ἐχρήσατο τῇ πολιορκίᾳ καὶ τεθαρρηκότως», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τεθαρρηκώς, ότος, μτχ. παρακμ. τού ρ. θαρρῶ + επιρρμ. κατάλ. ως] … Dictionary of Greek